-
1 ἀναγκαῖος
A of, with, or by force:I [voice] Act., constraining, applying force, μῦθος ἀ. a word of force, Od.17.399; χρειὼ ἀ. urgent necessity, Il.8.57; ἦμαρ ἀ. day of constraint, i.e. life of slavery, 16.836; ἀ. τύχη a doom imposed by fate, or fateful chance, S.Aj. 485, cf. 803 (but, fatal chance, Id.El.48);πᾶν γὰρ ἀ. χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ Thgn.472
, cf. 297, E.Or. 230; τῆς ἀρχῆς τῷ ἀ. παροξυνομένους by the compulsory nature of our rule, Th.5.99;δεσμὸς ἀ. Theoc.24.33
; ἐξ ἀναγκαίου under stress of circumstances, Th.7.60.2 forcible, cogent, ;ἀποδείξεις Ti. 40e
; ; τὰ-ότερα τῶν ἀντιγράφων the more authoritative copies, Sch.S. OC 390.II [voice] Pass., constrained, forced, twice in Od., πολεμισταὶ ἀ. soldiers perforce, Od.24.499; so δμῶες ἀ. ib. 210 (where however Eust. expl. it χρειώδεις trusty, serviceable, v. infr. 6).2 necessary (physically or morally), οὐκ ἀ. unnecessary (on its diff. senses in philosophy v. Arist.Metaph. 1015a20ff.), ἀ. [ἐστί] it is necessary to.., S.Ph. 1317, etc.; γίνεταί μοι ἀναγκαιότ ατον, c. inf., Hdt.3.65; ἀ. κακόν a necessary evil, Men.651, cf. Hybreasap.Str.14.2.24: also c. inf.,ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Pl.Grg. 449b
; ; [μαθήματα] ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι necessary for us to have learnt them before, Lg. 643c.bτὰ ἀ.
things necessary to be done,X.
Mem.1.1.6; τὰ ἐκ θεοῦ ἀ. the appointed order of things, HG 1.7.33;θεῶν ἀναγκαῖον τόδε E.Hec. 584
codd.: τὸ ἀ., = ἀνάγκη, Arist. Ph. 200a31.4 indispensable, i. e. a bare minimum, freq. in [comp] Sup., τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος the least height that was absolutely necessary, Th.1.90; ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις the least that could be called a city, Pl.R. 369d;ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Arist.Pol. 1291a12
; αὐτὰ τἀναγκαιότατ' εἰπεῖν give a bare outline of the facts, D.18.126, cf. 168; ἡ ἀ. συγγένεια the most distant degree of kinship recognized by law, 44.26: less freq. in Posit.,οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Th.1.70
: hence, scanty, makeshift,παρασκευή 6.37
.5 of persons, connected by necessary or natural ties, i. e. related by blood, Antipho 1.4, Pl.R. 574b;ἀ. δόμοις E.Alc. 533
;οἱ ἀ.
kinsfolk,X.
An.2.4.1;ἀ. φίλοι E.Andr. 671
;συγγενεῖς καὶ ἀ. ἄνθρωποι D.19.290
;τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀ. φίλους Act.Ap.10.24
, cf. PFlor.2.142.2 (iii A. D.).6 Astrol., efficacious, Vett.Val.63.1 ([comp] Comp.): ἀ. γραμμή line of fate, Cat.Cod.Astr.7.238.III Adv. - ως of necessity, perforce, ἀ. ἔχει it must be so, Hdt.1.89, A.Ch. 239, S.Tr. 723, Pl. Phd. 91e, etc.;ἀ. ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Hdt.8.140
.ά, al.; ἀ. φέρειν, opp. ἀνδρείως, Th.2.64; as best might be, Pl. Ti. 69d.2 γελοίως καὶ ἀ. λέγειν in a narrow sense (cf. 11.4, but prob. with play on 111.1), Id.R. 527a;πτωχῶς μέν, ἀλλ' ἀ. Babr.55.2
:—[comp] Sup.ἀναγκαιότατα, λέγεις Pl.Phlb. 40c
.IV οἱ ἀ. τόποι privy parts, Vett.Val.113.9.V ἀναγκαῖον, τό, v. sub v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγκαῖος
-
2 συγγενής
-ής,-ές + A 3-1-1-0-19=24 Lv 18,14; 20,20; 25,45; 2 Sm 3,39; Ez 22,6of the same kin, related, akin to Lv 18,14; (ὁ) συγγενής kinsman, relative 2 Mc 11,35; (king’s) cousin (tit. bestowed at the Hellenistic courts as a mark of honour) 1 Ezr 3,7; οἱ συγγενεῖς kinsmen, kinsfolk Ez 22,6προσώπου συγγενοῦς of a kinsman Sir 41,22*2 Sm 3,39 συγγενής kinsman-דד for MT רך soft, powerless; *Ez 22,6 πρὸς τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ with his kinsmen-וְֹלזְַרע for MT וִֹלזְרֹע according to his powerCf. SPICQ 1978a 836-839; 1982 616-622; WALTERS 1973 270-271(2 Sm 3,39); →TWNT -
3 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
4 μετα-χειρίζω
μετα-χειρίζω, handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; χρήματα, Her. 3, 142; πρῶτοι οἱ Κορίνϑιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, Thuc. 1, 13, wo der Schol. unnöthig ἐναλλάξαι erklärt, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; τὰ δημόσια, 6, 16; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart, 7, 87; einzeln bei Sp. – Gew. im med., in die Hand nehmen, anfassen; τινός, Plat. Parm. 130 d; καὶ ἅπτεσϑαι χρυσοῦ, Phaedr. 240 d; φονέα, ihm die Hand reichen, Antiph. 1, 20: handhaben, ὁ σὸς νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται ὅπ ως βούλεται, Xen. Mem. 1, 4, 17; τόξον, Plut.; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln, καλῶς γ' ἂν οὖν τι πρᾶγμα – μεταχειρίσαιο χρηστῶς, Ar. Equ. 344; τέχνην, ἀστρονομίαν u. ä., Plat. Prot. 316 d Rep. VII, 529 a u. öfter; πόσιν, Antiph. 1, 20; τὰς μεγίστας τιμὰς καὶ ἀρχὰς ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, Plat. Tim. 20 a; auch pass., μεταχειρισϑῆναι τὸ λόγων γένος πέφυκε, Phaedr. 277 c; Sp., auch = verwalten, Pol. ὁ τὰ τῆς βασιλείας πράγματα μεταχειριζόμενος, 16, 21, 1; τὰ κοινά, Luc. Gymnas. 21. – Auch Menschen, ὅταν ἡ πόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Uebelthäter behandeln, Plat. Gorg. 519 b; τοὺς συγγενεῖς, Dem. Lpt. 109, von einer schlechten Behandlung; – auch ὅπως ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ πάϑος, Lys. 24, 10, behandeln; u. so von Aerzten, Plat. Rep. III, 408 d u. Sp.
-
5 соскучиться
соскучитьсясов1. (почувствовать скуку) νοιώθω πλήξη, ἀνιῶ, πλήττω (άμετ.)·2. (затосковать) ἀποθυμβ, ἐπιθυμώ, νοσταλγώ:\соскучиться по родным ἀποθύ-μησα τους συγγενείς μου· \соскучиться по му́зыке ἐπεθύμησα ν' ἀκούσω μουσική. -
6 невестка
-и θ.νύφη (ως προς τους συγγενείς από αγχιστεία).εκφρ.- е в отместку – ανταποδίδω την προσβολή, αντεκδικούμαι. -
7 отчаяться
-аюсь, -аешьсяρ.σ.1. απελπίζομαι, χάνω κάθε ελπίδα•отчаяться увидеться с родными χάνω κάθε ελπίδα να ιδωθώ με τους συγγενείς•
отчаяться в спасении χάνω κάθε ελπίδα σωτηρίας.
2. αποτολμώ, αποκοτώ, ριψοκινδυνεύω. -
8 подготовить
ρ.σ.μ.1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω προγυμνάζω•подготовить материал для работы προετοιμάζω το υλικό για τη δουλειά•
подготовить лекцию προετοιμάζω διάλεξη•
подготовить наступление προετοιμάζω επίθεση•
подготовить к экзаменам προετοιμάζω για τις εξετάσεις.
2. προδιαθέτω•подготовить родных к горестному известию προετοιμάζω τους συγγενείς για θλιβερή είδηση.
προετοιμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 попрощаться
ρ.σ. αποχαιρετίζομαι•попрощаться с родными αποχαιρετίζομαι με τους συγγενείς.
-
10 растерять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерянный βρ: -рян, -а, -оχάνω (διαδοχικά)•растерять деньги χάνω τα χρήματα•
в дороге -ял все вещи στο δρόμο έχασα όλα τα πράγματα•
за годы разлуки она -ла всех родных στα χρόνια του χωρισμού αυτή έχασε όλους τους συγγενείς.
1. χάνομαι•все вещи -лись в пути όλα τα πράγματα χάθηκαν στο δρόμο.
2. τα χάνω, ταράσσομαι, συγχύζομαι•я -лся перед лицом опасности τά χασα μπροστά στον κίνδυνο.
-
11 μεταχειρίζω
μετα-χειρίζω, handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; πρῶτοι οἱ Κορίνϑιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart; in die Hand nehmen, anfassen; φονέα, ihm die Hand reichen; handhaben; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln; auch = verwalten. Auch Menschen, ὅταν ἡ πόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Übeltäter behandeln; τοὺς συγγενεῖς, von einer schlechten Behandlung; von Ärzten -
12 πρός
πρός, Prep., expressing direction,A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:I of Place, from,ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29
;τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037
(v.l.).2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154
;ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120
;ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62
, etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101
; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;π. Πλαταιῶν Th. 3.21
;π. Νεμέας Id.5.59
; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122
;τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121
, cf. 4.17.3 before, in presence of,μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339
;οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188
; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,b in the eyes of,ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71
, cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286
.4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67
;π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839
(lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;π. τοῦ Διός Id.Av. 130
: less freq. with other words,π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39
;π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14
;μὴ π. γενείου S.El. 1208
;μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515
(lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45
;ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a
, cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468
;μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324
.5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17
, cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25
;οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23
; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125
.II of effects proceeding from what cause soever:1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85
, cf. 1.160, etc.;τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302
;δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90
; ;φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59
;τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550
, cf. S.Aj. 527;λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45
;κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139
, etc.;μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13
: with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57
; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429
;οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47
; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; alsoλόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120
; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269
, cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209
;αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111
;ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650
: with an Adj. or Subst.,τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162
;ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139
;ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919
;ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297
;πειθὼ π. τινός S.El. 562
;π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514
; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144
: with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.III of dependence or close connexion: hence,1 dependent on one, under one's protection,π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207
,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57
.IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153
, cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581
, cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;π. σοῦ ἐστι Id.HF 585
, etc.;οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11
, etc.: of qualities, etc.,π. δυσσεβείας A.Ch. 704
; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59
; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;εἰ τόδε π. τρόπου λέγω
correctly,Id.
R. 470c; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14
([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7
; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,ποτὶ γαίῃ Od.8.190
, 11.423;ποτὶ γούνασι Il.5.408
; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί); πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86
; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15
;νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210
;π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371
;π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95
;π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180
(lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808
;π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34
; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79
;τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105
;αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1
; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13
, cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18
;π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28
.3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245
, Od.2.80;με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415
, cf. 7.279, 9.284; , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35
.4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;προτὶ οἷ εἷλε 21.507
;πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329
;προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111
; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;π. τινί
close to,Men.
Epit. 204.II to express close engagement, at the point of,π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169
; engaged in or about,π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c
, cf. Phdr. 249c, 249d;ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176
;ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22
; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (butπ. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6
);ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127
;π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74
; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7
, cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2
, cf.709.1 (ii B. C.).III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα
in addition to,A.
Pr. 323, cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90
; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45
;τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774
; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b
; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,π. τούτῳ Hdt.1.31
,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420
; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239
; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374
;βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71
;κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147
; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435
;ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127
;ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342
;ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334
;πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395
;π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278
;τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931
; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3
;ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1
; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς
beside,Supp.Epigr.
6.106 ([place name] Cotiaeum).b of addition, (Argos, v B. C.);ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
, cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,ἰδεῖν π. τινά Od.12.244
, al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44
; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240
;στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477
; so in Prose,π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201
, cf. 4.40;π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149
; alsoἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22
(v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;π. τὸ λύχνον Hippon.22
Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751
;πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d
, cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.4 in hostile sense, against,π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471
;ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378
; π. δαίμονα against his will, 17.98;βεβλήκει π. στῆθος 4.108
;γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303
;χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88
;π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304
;ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65
;ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118
;ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c
;ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18
: also in argument, in reply to,ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c
; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34
.5 without any hostile sense,π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155
,cf.5.274,11.403,17.200;π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584
; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267
;μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19
, etc.;ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60
codd.;ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632
, Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45
; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d
; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285
.b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19
; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59
;γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82
, cf. Hdt. 1.61;π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22
;π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51
;π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491
; alsoσαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82
, cf. O.4.6;παίζειν πρός τινας E.HF 952
, etc.;ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14
;ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86
;εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340
; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c
;π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2
; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8
(Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10
;ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23
;τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314
, cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13
([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23
, cf. 16.10;τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12
, cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8
(Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14
;ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19
codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25; ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1
; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); alsoδιαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31
, cf. D.7.33.II of Time, towards or near a certain time, at or about,ποτὶ ἕσπερα Od.17.191
;ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552
;πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a
;ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22
;π. ἡμέραν Id.An.4.5.21
;π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089
; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii); ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.III of Relation between two objects,1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37
;οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..
in respect of..,Arist.
APr. 24a25, cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28
; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1
D.;π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8
(iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168
, cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.
s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14
, etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.2 in reference to, in consequence of,πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52
, cf. 4.161;π. τὴν φήμην
in view of..,Id.
3.153, cf. Th.8.39;χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59
;ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4
, etc.: with neut. Pron.,π. τί;
wherefore? to what end?S.
OT 766, 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;π. ταῦτα
therefore, this being so,Hdt.
5.9,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.3 in reference to or for a purpose,ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057
; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174
, cf. OC71, Tr. 1182;ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12
;ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21
;ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60
; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7
.b with a view to or for a future time,ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62
(Senatus consultum, ii B. C.);θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13
.c = πρός B. 11,ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8
;ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3
, cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.4 in proportion or relation to, in comparison with,κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34
;ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35
;π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94
, 8.44;πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10
, cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68
;ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50
; alsoἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3
;ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39
: also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2
, cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19
; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a
; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42
(Ephesus, iii B. C.);θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16
(Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1
, cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6
(Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b
; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); soἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a
; of measurements of time by the flow from the clepsydra,π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126
, cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17
(Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8
;π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30
; hence later, π. ὀλίγον for a short time,ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1
, cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4
([place name] Ptolemaic);π. βραχύ Jul.Or.1.47b
(but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21
.κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3
;π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101
, cf. Sor.1.56;π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8
(ii A. D.);π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399
(ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89
.5 in or by reference to, according to, in view of,π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20
, cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47
;ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17
, cf. 314, etc.;εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22
; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32
;π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63
; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα
according to..,E.
Hipp. 701; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9
, cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.6 with the accompaniment of musical instruments,π. κάλαμον Pi.O.10(11).84
; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13
(Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20
(s.v.l.);π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73
;τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735
; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);π. τὸ βίαιον A.Ag. 130
(lyr.);π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214
; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8
,19;π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594
;π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494
; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13
;ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15
, cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e
; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1
, cf. S.OT 1152;π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3
, etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,π. χ. βορᾶς S.Ant.30
, cf. Ph. 1156 (lyr.);π. ἰσχύος χ.
by means of,E.
Med. 538; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23
, etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;π. εὐσέβειαν Id.El. 464
; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;π. φύσιν Id.Tr. 308
; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1
; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2
; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;π. δὲ ἔτι Id.3.74
;καὶ π. Id.7.154
, 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;καὶ π. γε E.Hel. 110
, Pl.R. 328a, 466e;καὶ.. γε π. A.Pr.73
;καὶ δὴ π. Hdt.5.67
; freq. at the end of a second clause,τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622
;ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e
, cf. E.Ph. 610;ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28
, cf. 22.60.E IN COMPOS.,I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.F REMARKS,1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653
, cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)σφέτερον Il.17.419
, cf. Pi.O.4.5.2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis. -
13 родной
родн||ой1. прил συγγενής:\родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·2. прил (свой, близкий, отечественный):\родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:\роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου. -
14 γεννήτης
γεννήτης, ὁ (γενῆται scheint falsche Schreibart), in Athen, Stammverwandte, d. i. die Bürger, die zusammen ein γένος ausmachen, auch συγγενεῖς genannt von Is. 7, 27, wie Plat. Legg. IX, 878 d γεννῆται καὶ συγγενεῖς vrbdt; vgl. Harpocr.; die Kinder u. Bürger wurden zuerst unter die Genneten u. Phratores aufgeschrieben, εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν (der Aufnahme-Ritus ist beschrieben Is. 7, 16), wonach sie ὁμόγονοι hießen. Die Genneten hatten eigene Opferfeste u. wählten aus ihrer Mitte Priester, γεννήτης τῶν ϑεῶν Plat. Ax. 371 d. Bei Dem. 59, 59 hat Bekk. γεννητής accentuirt.
-
15 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
16 οἰκεῖος
οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.
-
17 ὁμιλία
A intercourse, company, ;τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39
, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ;πρός τινα S.Ph.70
, Pl.Smp. 203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl. 776 ;ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma. 283d
; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph. 1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[ 1622] ;ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT 1489
; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl.,ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16
.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ;φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024
(= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ;ἐνδίκοις ὁ. A.Eu. 966
(lyr.) ; αἱ.. συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ;ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b
;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1336b32
, etc.2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ;νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400
;ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA 582a26
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol. 1272a24, 1269b29.3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ;ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2
;ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7
.2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib. 406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj. 872 ;ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl. 581
, cf. Hipp.19 (dub. l.). -
18 дальний
επ..1. μακρινός•-ее расстояние μακρινή απόσταση•
-ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.
2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•-ие деревни απομακρυσμένα χωριά•
в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.
3. (γιά συγγένεια) μακρινός•дальний родственник μακρινός συγγενής•
они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•
-ее родство μακρινή συγγένεια.
4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•
он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.
εκφρ.без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές. -
19 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
20 γεννήτης
γεννήτης, in Athen, Stammverwandte, d. i. die Bürger, die zusammen ein γένος ausmachen, auch συγγενεῖς genannt; die Kinder u. Bürger wurden zuerst unter die Genneten u. Phratores aufgeschrieben, εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν, wonach sie ὁμόγονοι hießen. Die Genneten hatten eigene Opferfeste u. wählten aus ihrer Mitte Priester
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι … Dictionary of Greek
αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek